- γινώσκουσα
- γιγνώσκωcome to knowpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γινωσκούσας — γινωσκούσᾱς , γιγνώσκω come to know pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) γινωσκούσᾱς , γιγνώσκω come to know pres part act fem gen sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γινώσκουσ' — γινώσκουσα , γιγνώσκω come to know pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) γινώσκουσι , γιγνώσκω come to know pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γινώσκουσι , γιγνώσκω come to know pres ind act 3rd pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия